θεράπων

θεράπων
θεράπων, οντος: attendant, comrade at arms (esquire, not servant), cf. Od. 11.255, Il. 2.110, Od. 4.23.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θεράπων — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διετέλεσε επίσκοπος Κύπρου. Δεν είναι γνωστό πότε μαρτύρησε. Το λείψανό του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά τον 16ο αι. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαΐου. 2. Διετέλεσε πρεσβύτερος των Σάρδεων.… …   Dictionary of Greek

  • θεράπων — θέραψ masc gen pl θεράπων An Ox. masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπόντεσσιν — θεράπων An Ox. masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπόντοιν — θεράπων An Ox. masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπόντων — θεράπων An Ox. masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεράπον — θεράπων An Ox. masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεράποντα — θεράπων An Ox. masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεράποντας — θεράπων An Ox. masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεράποντε — θεράπων An Ox. masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεράποντες — θεράπων An Ox. masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεράποντι — θεράπων An Ox. masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”